- ταμπακέρα
- η(λ. ιταλ.), καπνοθήκη, τσιγαροθήκη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταμπακέρα — η, Ν βλ. ταμπακιέρα … Dictionary of Greek
ταμπακιέρα — Λέγεται και τσιγαροθήκη ή σιγαροθήκη. Μικρή θήκη για τσιγάρα ή πούρα, που την έχει μαζί του ο καπνιστής ή τοποθετείται, σε μεγαλύτερο σχήμα βέβαια, στα τραπέζια σαλονιών για τη χρήση των επισκεπτών. Παλαιότερα οι επιτραπέζιες συνήθως τ. ήταν έργα … Dictionary of Greek
καπνοθήκη — ἡ θήκη στην οποία οι καπνιστές τοποθετούν τον καπνό, η ταμπακέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία από τον Αριστοτ. Π. Κουρτίδη] … Dictionary of Greek
ταμβακέρα — η, Ν βλ. ταμπακέρα … Dictionary of Greek
ταμπακοθήκη — η ταμπακέρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγαροθήκη — η ειδική μικρή θήκη τσιγάρων ή τσιγαρέτων, η ταμπακέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)